καρταίπους

καρταίπους
καρταίπους, -ουν (Α)
κραταίπους*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί- + -πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό-πους, ελαφό-πους
το α' συνθετικό καρταί- είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. -κάρτος (κράτος) ως α' συνθετικό, κατά τα παλαί-, χαμαί- (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι-λέων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρταίποδ' — καρταίποδα , καρταίποδα larger cattle neut nom/voc/acc pl καρταίποδα , καρταίπους larger cattle neut nom/voc/acc pl καρταίποδα , καρταίπους larger cattle masc/fem acc sg καρταίποδι , καρταίπους larger cattle masc/fem/neut dat sg καρταίποδε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”